- κτημάτιον
- κτημάτιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτημάτιον — κτημάτιον, τὸ (Α) κτηματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + υποκορ. κατάλ. ιoν] … Dictionary of Greek
κτηματίοις — κτημάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)